φυματίωση

φυματίωση
[-ις (-εως)] η туберкулёз

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φυματίωση" в других словарях:

  • φυματίωση — φυματίωση, η και φυματίαση, η 1. ανάπτυξη παθολογικών φυματίων. 2. μεταδοτική λοιμώδης αρρώστια, κοινή στον άνθρωπο και τα ζώα, που οφείλεται στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης (βάκιλος του Κοχ) και χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό φυματίων σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται …   Dictionary of Greek

  • προφυματικός — ή, ό, Ν 1. (για καταστάσεις) αυτός που προοιωνίζεται φυματίωση 2. (για πρόσ.) αυτός που κινδυνεύει να προσβληθεί από φυματίωση, που παρουσιάζει συμπτώματα τα οποία προαναγγέλλουν φυματίωση …   Dictionary of Greek

  • αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος θεραπείας που βασίζεται στην παρατεταμένη έκθεση τμήματος ή ολόκληρου του σώματος στις ηλιακές ακτίνες. Διακρίνονται: η η. του βουνού (μέθοδος εκλογής για τις οστεοαρθρικές εντοπίσεις της φυματίωσης, που συνοδεύονται από… …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… …   Dictionary of Greek

  • φυμάτιο — Η στοιχειώδης παθολογική και ανατομική βλάβη της φυματίωσης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πριν από την ανακάλυψη του βάκιλλου του Κοχ (βακτηρίδιο της φυματίωσης), για να χαρακτηρίσει ειδικότερα τη φυματίωση ιστολογικής βλάβης. Το φ. είναι παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • φυματιώδης — ες, Ν [φυμάτιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση 2. αυτός που προκαλείται από φυματίωση («φυματιώδης περιτονίτιδα») …   Dictionary of Greek

  • φυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση (βλ. λ.). 2. αυτός που πάσχει από φυματίωση, φθισικός, χτικιάρης, χτικιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Бугорчатка — Рентгенограмма органов грудной клетки больного туберкулёзом Туберкулёз МКБ 10 A15. A19 …   Википедия

  • МТБ — Рентгенограмма органов грудной клетки больного туберкулёзом Туберкулёз МКБ 10 A15. A19 …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»